- πικροβάσανα
- τα, Ντα πικρά βάσανα, οι πολύ δυσάρεστες εμπειρίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικροβάσανα — τα τα παθήματα, οι ταλαιπωρίες, τα πολύ δυσάρεστα περιστατικά στη ζωή: Καθώς μου τα πες ολ αυτά τα πικροβάσανά σου (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek